Η επίπτωση του καρκίνου του πέους αυξάνεται με την ηλικία, με κορύφωση την 6η δεκαετία της ζωής χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν συμβαίνει σε μικρότερες ηλικίες. Ο καρκίνος του πέους είναι ιάσιμος σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80% εάν η διάγνωση γίνει έγκαιρα. Εάν η νόσος εξελιχθεί σε μεταστατική είναι απειλητική για την ζωή με φτωχή πρόγνωση.
Υπάρχουν σημαντικές γεωγραφικές παραλλαγές τόσο μέσα στην Ευρώπη όσο και παγκοσμίως. Ο καρκίνος του πέους είναι συχνός σε περιοχές με αυξημένο αριθμό περιπτώσεων ασθενών με HPV. Παράγοντες κινδύνου είναι επίσης η φίμωση, χρόνια φλεγμονή πέους (βαλαβοποσθίτιδα σχετιζόμενη με φίμωση), ο σκληρωτικός λειχήνας, το κάπνισμα, οι πολλοί σεξουαλικοί σύντροφοι και η πρώιμη ηλικία έναρξης σεξουαλικής δραστηριότητας. Στην διαχείριση του καρκίνου του πέους υπάρχει ανάγκη βιοψίας όταν υπάρχει αμφιβολία για τον τύπο της εξεργασίας και όταν γίνεται σχεδιασμός για θεραπεία με τοπικούς παράγοντες, ακτινοβολία η θεραπεία με χρήση laser.
Το καρκίνωμα εκ πλακωδών κυττάρων ευθύνεται για περισσότερο από το 95% των περιπτώσεων κακοήθειας στο πέος. Για τη διάγνωση απαιτείται προσεκτική ψηλάφηση της βλάβης του πέους καθώς και ψηλάφηση των βουβωνικών περιοχών. Ο υπέρηχος μπορεί να δώσει πληροφορίες σχετικά με την διήθηση του σώματος του πέους. Η μαγνητική τομογραφία με προκλητή στύση μπορεί να αποκλείσει την διήθηση στα σηραγγώδη έτσι ώστε να γίνει προγραμματισμός για πεοσυντηριτική θεραπεία. Η αξονική τομογραφία πυέλου μπορεί να χρησιμοποιηθεί να αναδείξει πυελικούς λεμφαδένες.
Η θεραπεία του καρκίνου του πέους έχει σαν στόχο την εξαίρεση του πρωτοπαθούς όγκου με την ταυτόχρονη διατήρηση όσο μεγαλύτερου μέρους του πέους χωρίς βέβαια να διακινδυνεύεται η ριζικότητα της εξαίρεσης. Στο καρκίνωμα in situ θεραπευτικές επιλογές είναι η τοπική θεραπεία με 5-fluorouracil ή imiquimod για επιφανειακές βλάβες με ή χωρίς φωτοδυναμική θεραπεία καθώς και Laser ablation με carbon dioxide (CO2) ή neodymium: yttriumaluminum-garnet (Nd:YAG) laser. Σε όγκους σταδίου Ta, T1 μπορεί να γίνει ευρεία τοπική εκτομή, CO2 ή Nd:YAG laser, βαλανεκτομή με επανορθωτική αποκατάσταση με ή χωρίς μόσχευμα δέρματος ή εξωτερική ακτινοβολία ή βραχυθεραπεία σε βλάβες < 4 cm. Στο στάδιο Τ2 με διήθηση σηρραγωδών πρέπει να γίνει μερική πεεκτομή και ανακατασκευή ή εξωτερική ακτινοβολία ή βραχυθεραπεία σε βλάβες < 4 cm ενώ στο στάδιο T3 με διήθηση ουρήθρας πρέπει να γίνει μερική ή ριζική πεεκτομή με περινεική ουρήθροστομία.
Σε ασθενείς με μη ψηλαφητούς βουβωνικούς λεμφαδένες και όγκους σταδίου >Τ1 πρέπει να γίνει τροποποιημένος βουβωνικός λεμφαδενικός καθαρισμός ή βιοψία λεμφαδένα φρουρού ενώ σε ασθενείς με ψηλαφητούς λεμφαδένες είναι απαραίτητη η ριζική βουβωνική λεμφαδενεκτομή. Πυελική λεμφαδενεκτομή είναι απαραίτητη εάν συμμετέχουν δύο ή περισσότεροι βουβωνικοί λεμφαδένες ομόπλευρα (pN2) και εάν υπάρχει εξωλεμφική λεμφαδενική μετάσταση (pN3). Τέλος χημειοθεραπεία εφαρμόζεται σε ασθενείς με pN2-3 όγκους ή σε ασθενείς με μεταστατική νόσο.