Καρκίνος της ανδρικής ουρήθρας
Εμφανίζεται συνήθως κατά την 5-6η δεκαετία. Παράγοντες κίνδυνου είναι τα στενώματα, τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (πιθανός ρόλος HPV16 λοίμωξης) και οι ουρηθρίτιδες. Εμφανίζονται πιο συχνά στη βολβομεμβρανώδη ουρήθρα (60%) ενώ ακολουθούν η πεική ουρήθρα (30%) και η προστατική ουρήθρα (10%).
Τα καρκινώματα της πρόσθιας ουρήθρας είναι συνήθως πλακώδους τύπου ενώ της οπίσθιας είναι συνήθως μεταβατικού επιθηλίου. Τα συμπτώματα είναι αιματουρία, δυσουρικά ενοχλήματα και πιθανά ψηλαφητή μάζα. Βουβωνική λεμφαδενοπάθεια στον καρκίνο της ουρήθρας παρουσιάζεται στο 50% των περιπτώσεων και κατά 90% είναι μεταστατικοί λεμφαδένες. Ο διαγνωστικός έλεγχος περιλαμβάνει ψηλάφηση των έσω γεννητικών οργάνων, των βουβωνικών λεμφαδένων και του περινέου. Ακολουθεί κυστεοσκόπηση και βιοψία της βλάβης ενώ η σταδιοποίηση γίνεται με αξονική τομογραφία κοιλίας και πυέλου
Η θεραπεία του καρκίνου της ανδρικής ουρήθρας εξαρτάται από τη θέση του όγκου. Αν ο όγκος είναι στην πρόσθια ουρήθρα και είναι επιφανειακός μπορεί να γίνει διουρηθρική αφαίρεση του όγκου ή σε μεγάλους όγκους αφαίρεση μέρους της ουρήθρας και αναστόμωση. Αν ο όγκος διηθεί τα σπογγιώδη σώματα πρέπει να γίνει μερική πεεκτομή με 2 εκ καθαρά χειρουργικά όρια από τον ορατό όγκο ή από την σκληρία. Σε αυτό το στάδιο μπορεί να έχει κάποιο ρόλο η ακτινοθεραπεία αν ο ασθενής αρνηθεί ριζικό χειρουργείο. Αν ο όγκος εκτείνεται σε όλη την πρόσθια ουρήθρα η θεραπεία είναι η ριζική πεεκτομή με περινεική ουρηθροστομία. Βουβωνική λεμφαδενεκτομή γίνεται μόνο αν υπάρχει κλινική υποψία (διογκωμένοι λεμφαδένες) κα εκτελείται 6 μήνες μετά την αφαίρεση του όγκου. Δεν έχει κανένα ρόλο η προφυλακτική βουβωνική λεμφαδενεκτομή.
Αν ο όγκος είναι στην οπίσθια ουρήθρα και είναι επιφανειακός μπορεί να γίνει διουρηθρική αφαίρεση του όγκου. Αν είναι διηθητικός πρέπει να γίνει ριζική κυστεοπροστατεκτομη και πυελική λεμφαδενεκτομή ενώ αν ο ασθενής δεν μπορεί να υποβληθεί σε επέμβαση γίνεται χημειο-ακτινοθεραπεία.
Καρκίνος της γυναικείας ουρήθρας
Ο καρκίνος της γυναίκειας ουρήθρας αποτελεί το 0.2% των καρκίνων στις γυναίκες και είναι 4 φορές πιο συχνός από τους άνδρες. Οι κυριότεροι παράγοντες κίνδυνου είναι ο χρόνιος ερεθισμός ή τραύμα κατά την επαφή ή την γέννα.
Τα άπω 2/3 της ουρήθρας (πρόσθια) εμφανίζουν πλακώδη καρκινώματα και δίνουν μεταστάσεις στους βουβωνικούς λεμφαδένες ενώ το εγγύς 1/3 (οπίσθια) εμφανίζει καρκινώματα από μεταβατικό επιθήλιο και δίνουν μεταστάσεις στους πυελικούς λεμφαδένες. Τα συμπτώματα είναι αιματουρία, δυσουρικά ενοχλήματα και πιθανά ψηλαφητή μάζα. Η διάγνωση γίνεται με την κλινική εξέταση (δύσκολος διαχωρισμός με καρκίνο κόλπου), ψηλάφηση των βουβωνικών λεμφαδένων ενώ ακολουθεί η πυελική εξέταση υπό αναισθησία. Ακολουθεί η κυστεοουρηθροσκοπηση και βιοψία ύποπτων βλαβών.
Η θεραπεία του καρκίνου της γυναικείας ουρήθρας εξαρτάται από τη θέση του όγκου. Αν ό όγκος είναι στην πρόσθια ουρήθρα και είναι επιφανειακός μπορεί να γίνει διουρηθρική αφαίρεση του όγκου ή σε μεγάλους όγκους μερική ουρηθρεκτομή. Αν ο όγκος είναι στην οπίσθια ουρήθρα πρέπει να γίνει ριζική κυστεκτομή και πυελική λεμφαδενεκτομη ενώ η ασθενής μπορεί να υποβληθεί επιπλέον σε χημειο-ακτινοθεραπεία.