Η ακράτεια ούρων αποτελεί ένα πρόβλημα που απασχολεί πάνω από 200 εκατομμύρια κόσμο παγκοσμίως.
Η ακράτεια ούρων δεν συμβάλει μόνο στην ιατρική νοσηρότητα του ασθενούς, αλλά και στην καθημερινή ψυχολογική επιβάρυνσή του. Αφορά συνήθως τις μεγαλύτερες ηλικίες και μπορεί να διακριθεί στην παροδική, που συνήθως λύνεται αυτόματα, και στην χρόνια, που συνήθως εξελίσσεται προοδευτικά απαιτώντας κάποιας μορφής θεραπεία.
Η χρόνια ακράτεια μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους και μπορεί να διακριθεί σε διάφορες κατηγορίες. Στην ακράτεια ανατομικής αιτιολογίας, στην επιτακτική ακράτεια, στην νευροπαθητική, στη συγγενή, στην ακράτεια υπερπλήρωσης, στην μετατραυματική ή μεταχειρουργική και στην ακράτεια λόγω συριγγίου.
Η ανατομικής αιτιολογίας ακράτεια συνήθως προκαλείται από ανατομική διαταραχή του πυελικού εδάφους, η αποκατάσταση της οποίας μπορεί να εξαλείψει την ακράτεια. Η νευροπαθητική ακράτεια αφορά συνήθως βλάβη των νεύρων που επηρεάζουν την εγκράτεια των ούρων. Η συγγενής ακράτεια μπορεί να οφείλεται σε ανατομικές ανωμαλίες που υπάρχουν από την γέννηση όπως για παράδειγμα οι έκτοποι ουρητήρες κ.α. η διόρθωση των οποίων μπορεί να αντιμετωπίσει την ακράτεια των ούρων.
Η ακράτεια από υπερπλήρωση της κύστης συνήθως οφείλεται σε αποφρακτική ή ακόμα και νευροπαθητική βλάβη, όπου η κύστη δεν λειτουργεί φυσιολογικά, τα ούρα παραμένουν μέχρι υπερπλήρωσης αυτής και τελικά σταδιακά στάζουν από την ουρήθρα. Η μετατραυματική ή η μεταχειρουργική, όπως για παράδειγμα μετά από ριζική προστατεκτομή για καρκίνο του προστάτη, οφείλεται σε συνήθως σε βλάβη του σφικτήρα, δηλαδή του μηχανισμού που ελέγχει την εγκράτεια. Η ακράτεια από συρίγγιο οφείλεται στη δημιουργία μη φυσιολογικής επικοινωνίας (συρίγγιο) στο ουροποιητικό που οδηγεί τα ούρα σε έξοδό τους μέσω μη της φυσιολογικής οδού προκαλώντας τη συνεχή εκροή ούρων. Το συρίγγιο μπορεί να είναι αποτέλεσμα επέμβασης στην πύελο ή στον κόλπο.
Η διάγνωση της ακράτειας γίνεται από την λήψη του ιστορικού κατά το οποίο ο ουρολόγος προσανατολίζεται προς τον τύπο της ακράτειας και από την κλινική εξέταση του ασθενούς για την διερεύνηση ανατομικών ανωμαλιών.
Εργαστηριακά εκτός από τον γενικό έλεγχο με γενικές εξετάσεις αίματος και ούρων για την διαπίστωση κυρίως παρουσίας ουρολοίμωξης που μπορεί να προκαλεί ακράτεια, απαιτείται υπέρηχος νεφρών, κύστεως και προστάτη, ενώ μπορεί να χρειασθεί ειδικός ακτινολογικός έλεγχος (κυστεοουρηθρογραφία κατά την ούρηση, αξονική τομογραφία κ.α.) και νευρολογικός έλεγχος (π.χ. ηλεκτρομυογράφημα).
Σημαντικό μέρος της διαγνωστικής προσέγγισης είναι ο ουροδυναμικός έλεγχος όπου ο ουρολόγος εξετάζει την συμπεριφορά του ουροποιητικού κατά την πλήρωση της κύστεως και κατά την ούρηση.
Η θεραπεία της ακράτειας ούρων είναι πολύπλευρη και εξαρτάται κυρίως από το αίτιο που την προκαλεί. Έτσι μπορεί να αντιμετωπιστεί συντηρητικά, φαρμακευτικά ή και χειρουργικά. Συντηρητική αντιμετώπιση μπορεί να είναι ειδικές ασκήσεις που γυμνάζουν το πυελικό έδαφος για να δυναμώσει και να αποκτήσει την δυνατότητα εγκράτειας όπως μετά από περιπτώσεις ριζικής προστατεκτομής. Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να έχει στόχο είτε κάποια υποκείμενη πάθηση που μπορεί να οδηγεί σε ακράτεια όπως η καλοήθη υπερπλασία του προστάτη, είτε και την ίδια την κύστη και τον σφικτήρα και τον μηχανισμό εγκράτειας και λειτουργίας της κύστης. Οι επεμβατικές μέθοδοι που έχουν συγκεκριμένες ενδείξεις κατά περίπτωση μπορεί να είναι ελάχιστα επεμβατικές όπως η τοποθέτηση ειδικών ταινιών ακράτειας και τοποθέτηση τεχνητού σφικτήρα ή σοβαρότερες επεμβάσεις αντιμετώπισης της υποκείμενης νόσου που προκαλεί την ακράτεια.